Τ' ανθάκια στο ροδάμι ανθούν,
στον Έρωτα τα νιάτα
κι η πέτρα στα φτωχόσπιτα
και στου βουνού τη στράτα.
Ανθίζει και στου αρχάγγελου
του Ραμπιήλ το μάτι,
που χτίζει απ' την Πετρόστρουγκα
στον ήλιο μονοπάτι.
Χτίζει και πετρογέφυρα
με τη ζερβή φτερούγα,
να πάει στο Δία ο Αλάχ
κι ο Γιαραμπής στο Βούδα.
Να πάει κι ως τ' άστρο ο μοναχός
κι ο μόνος ως το χιόνι,
σπούργος να γέρνει ανήμπορος
κι αητός να ξημερώνει.
Να πάει κι ο κόσμος για να πιει
απ' του βουνού το γάλα,
να γίνεται ομορφότερος
κι αξιότερος μια στάλα.
Να πάω κι εγώ ως τα ρόμπολα
της Πίνδου ,πριν να φέξει,
τους στίχους μου πεντόβολα
να παίζω λέξη-λέξη,
να τους πετάω σφυρίζοντας
ψηλά στα συννεφάκια
και να γυρνούν μελίσματα
κι έτοιμα τραγουδάκια,
να τα φορτώνει ο Ραμπιήλ
στις άσπρες του φτερούγες,
να τα σκορπάει το χάραμα
στου Σύμπαντος τις ρούγες,
να τα 'χουν οι μονόλυκοι
παρέα κι οι κοτσυφάδες
και τ' Αλωνάρη οι τζίτζηκες
οι πρωτολαλητάδες,
να τα 'χει κι η μανούλα μου
πίσω απ' τον μαύρον ήλιο,
να νιώθει το μνημούρι της
πύργο ψηλό, προσήλιο.