Πώς αρρωστάει ένα σκυλί
και σούρνεται στις στράτες,
με τη συμπόνοια της νυχτός
στις ψειριασμένες πλάτες,
έτσι βαριαρρωστάει ο αστός
απ' τις φασκιές του ακόμα,
μακριά απ' της Πίνδου το ηλιοφώς
τους κέδρους και το χώμα.
Ψάχνει στο λούσο τη χαρά,
την πρέζα στις οθόνες,
σπέρνει συμβάσεις και φλουριά, (σπέρνει,ποτίζει τα φλουριά)
θερίζει παγετώνες.
Άστρο μονάχο μια νυχτιά,
πριχού χαθεί και δύσει,
γυρνά κι οπίσω του κοιτά :
στιγμή δεν έχει ζήσει,
σαν σπόρος στο μπετό ψηλά,
που η μοίρα η κακιά του
χέρσα τού εφύλαγε γωνιά
κι εχάθηκεν -αλιά του...!